Γερμανίδα κατά το ήμισυ, αφού η μητέρα της κατάγεται από τη Στουτγκάρδη, μεγάλωσε στην Ελλάδα, με γερμανικό «τρόπο» όμως. Ως παιδί φοίτησε στη Γερμανική Σχολή και έπειτα έφυγε για σπουδές στη Γερμανία, ενώ πολλές παρέες και φίλοι της κατάγονται από τη χώρα.
Η Σάρα απέκτησε την άδεια διδασκαλίας της γλώσσας από το Goethe Institut και διδάσκει Γερμανικά ήδη από τα 23 της έτη.
«Τα Γερμανικά είναι μια πολύ καλά δομημένη γλώσσα και μοιάζουν πολύ με τα αρχαία Ελληνικά» σημειώνει η Σάρα. «Δεν είναι δύσκολο να μάθει κανείς εφόσον έχει κίνητρο, όπως άλλωστε σε καθετί. Μπορεί η προφορά να είναι λίγο δύσκολη για τους Έλληνες, ωστόσο τα παιδιά γελάνε πολύ μέχρι να τα καταφέρουν, αφού παίζουμε συχνά παιχνίδια με ήχους και μιμήσεις στο μάθημα».
Τα παιδιά συνήθως ξεκινάνε Γερμανικά ως δεύτερη ξένη γλώσσα μετά τα Αγγλικά στην Ε’ Δημοτικού και έπειτα από 4-5 χρόνια βρίσκονται στο Β1 και μπορούν να κατακτήσουν το πρώτο τους σημαντικό πτυχίο στη γλώσσα.
Οι ενήλικες μπορούν να φτάσουν σε αυτό το επίπεδο ακόμα και μέσα σε 2 χρόνια με εντατικά μαθήματα και διάβασμα, αν τυχόν θέλουν να σπουδάσουν ή να μετακομίσουν στη Γερμανία ή αν απλώς θέλουν να μάθουν καλά τη γλώσσα. Εξάλλου, η Γερμανία φημίζεται για τα Πανεπιστήμιά της, ιδίως για τις θετικές επιστήμες και την Ιατρική.
Είναι αλήθεια ότι ως λαός οι Γερμανοί είναι άνθρωποι κλειστοί; «Δεν θα το έλεγα. Μάλλον φοβισμένοι, γιατί φέρουν ως φορτίο την ιστορία τους αφενός, αφετέρου εκπαιδεύονται από μικροί να υπακούν σε κανόνες και να ακολουθούν συγκεκριμένο σύστημα, έτσι δύσκολα παρεκκλίνουν. Αν όμως γνωρίσουν καλά κάποιον, ανοίγονται. Εξάλλου έχουν μεγάλη αδυναμία στους λαούς της Μεσογείου κι άρα και στους Έλληνες».