B

Βaba au rum (μπαμπά ο ρομ): μπαμπά με ρούμι, κλασικό γλύκισμα που αποτελείται συνήθως από ένα κυλινδρικό κέικ με μαγιά, σιροπιασμένο και «αρωματισμένο» ίσως και λίγο «ζαλισμένο» με μπόλικο ρούμι και μία πλούσια δόση σαντιγί στην κορυφή.

Badigeonner: απλώνω ένα υγρό παρασκεύασμα με πινέλο ζαχαροπλαστικής.

Bain-Marie (Μπαιν-Μαρί): περιλαμβάνει ένα μεγάλο σκεύος γεμισμένο με ζεστό νερό, μέσα στο οποίο τοποθετούνται μικρότερα δοχεία ή κατσαρόλες που μπορεί να περιέχουν σάλτσες, σούπες, ζωμούς, κρέμες. Η τεχνική αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διατηρήσουμε τα έτοιμα φαγητά ζεστά και με την απαραίτητη υγρασία. Επίσης αποφεύγεται το σβόλιασμα σε ορισμένα ευαίσθητα γλυκά π.χ. κρέμες και σάλτσες με γάλα και αυγά.

Beignet (μπενιέ): είναι ένα είδος τηγανισμένης σφολιάτας, που πιθανώς φτιάχνεται από ζύμη σου (pâte à choux) και ονομάζεται pets-de-nonne, που σημαίνει «κλανιά της καλόγριας» στα Γαλλικά, αλλά μπορεί να παρασκευαστεί και από άλλους τύπους ζύμης, συμπεριλαμβανομένης της ζύμης μαγιάς. Στη Γαλλία υπάρχουν τουλάχιστον 20 διαφορετικές εκδοχές που συνήθως διαφέρουν ως προς το σχήμα, το αλεύρι που χρησιμοποιείται για τη ζύμη και τη γέμιση.

Battre en crème (μπατρ εν κρεμ): χτυπάω βούτυρο με ζάχαρη για να πάρουν τη μορφή κρέμας.

Beurre clarifié: βούτυρο διαυγές (βούτυρο κλαριφιέ). Βούτυρο λιωμένο, από το οποίο έχουν αφαιρεθεί τα γαλακτερά κατάλοιπα, ώστε να μείνει το διαυγές, καθαρό λίπος.

Beurrer: βουτυρώνω