C

Caisse à génoise: τετράγωνη φόρμα με ψηλά πλαϊνά.

Calotte: μεταλλικό στρογγυλό σκεύος με επίπεδο πάτο. Χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα ή την «εναπόθεση-ξεκούραση» υλικών ζύμης, μειγμάτων, βάσης πίτας.

Calvados (Καλβαντός): γαλλικό μπράντυ μήλου, που παράγεται στη Νορμανδία και παίρνει το όνομά του από την πόλη Calvados, κέντρο παραγωγής μήλου. Είναι χαρακτηριστικό προϊόν της Νορμανδικής κουζίνας και ζαχαροπλαστικής.

Caraméliser (καραμελιζέ) : καραμελώνω, μετατρέπω τη ζάχαρη ή άλλο γλυκαντικό σε σιρόπι για χρήση σε γλυκά.

Chantilly: Κρέμα σαντιγί. Αφράτη γλυκιά κρέμα, παρασκευασμένη από κρέμα γάλακτος και ζάχαρη που, πέρα από τη γεύση της, διακοσμεί διάφορα γλυκίσματα ή προστίθεται σε ροφήματα.

Charlotte (Σαρλότ): δύο είδη γλυκών που φτιάχνονται μέσα σε ειδική στρογγυλή και βαθιά φόρμα. Το ένα τρώγεται ζεστό και αποτελείται από στρώσεις σαβουαγιάρ, βούτυρο και μήλα κομπόστα. Το άλλο και περισσότερο γνωστό, η charlotte russe (σαρλότ ρους), τρώγεται κρύα, περικλείεται από σαβουαγιάρ και περιέχει κρέμα, ζάχαρη άχνη και φρέσκα κόκκινα φρούτα συνήθως (φράουλες κλπ.).

Clafoutis (κλαφουτί): κρεμώδες κέικ με γέμιση κερασιών. Κατάγεται από την περιοχή του Limousin. Αποτελείται από μια καλή ποσότητα κερασιών τοποθετημένη σε μια συνήθως στρογγυλή φόρμα που καλύπτεται από μια υγρή μάζα παρόμοια με εκείνη των κρεπ, αν και προστίθεται πιο άφθονα έτσι ώστε η μάζα να αποκτήσει το απαραίτητο ύψος για να καλύψει όλα τα κεράσια. Αυτή η ζύμη παρασκευάζεται με βoύτυρο, ζάχαρη, γάλα και αλεύρι. Υπάρχουν εκδόσεις στην Auvergne στις οποίες τα μήλα ή τα αχλάδια χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο των κερασιών.

Colorer: ενσωματώνω χρωστικές ύλες σε διάφορα παρασκευάσματα.

Concasser: κόβω σε ακανόνιστα κομμάτια διάφορα υλικά (αμύγδαλα, φουντούκια κλπ).

Confit (Κονφί): φρούτα βρασμένα και διατηρημένα μέσα σε ζάχαρη, πολλές φορές με λίγο μπράντυ.

Cornet: χωνί ζαχαροπλαστικής.

Couverture: σοκολάτα κουβερτούρα χωρίς ζάχαρη πλούσια σε βούτυρο κακάου.

Crémer: αναμειγνύω ένα λιπαρό συστατικό για να αποκτήσει κρεμώδη, αφρώδη υφή.

Crêpe Suzette (κρεπ Σουζέτ): κρέπα με σάλτσα πορτοκαλιού που σερβίρεται ως γλύκισμα, φλαμπέ, αναμμένη με μπράντυ.

Croûter: αφήνω τη ζύμη ή ένα παρασκεύασμα να κάνει κρούστα.

Cul de poule: ανοξείδωτο σκεύος σαν σαλατιέρα και κυκλικό πάτο για τα μείγματα των γλυκών.