F

Fariner: αλευρώνω.

Feuille guitare: λεπτό φύλλο διάφανου πλαστικού που χρησιμοποιείται για να δουλεύουμε τη σοκολάτα ώστε να αποκτήσει υφή λεία και γυαλιστερή.

Financier (φινανσιέ): «χρηματιστής», μείγμα από λίγα υλικά, όπως βούτυρο, ασπράδι αυγού, ζάχαρη, αμύγδαλα και αλεύρι. Ψήνεται σε παραλληλόγραμμη φόρμα, και έτσι το γλυκό θυμίζει ράβδους χρυσού. Λέγεται πως το financier παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα, σε ένα ζαχαροπλαστείο κοντά στο χρηματιστήριο του Παρισιού. Για τους βιαστικούς χρηματιστές που μπαινόβγαιναν στο κατάστημα, το κεκάκι ήταν ό,τι πρέπει, μικρό, εύκολο στη μεταφορά και μπορούσε κανείς να το κρατήσει στο χέρι και να το απολαύσει.

Flan (Φλάν): ανοιχτή τάρτα με κρέμα. Επίσης είναι εναλλακτική ονομασία για την κρέμα καραμελέ, που χρησιμοποιείται στην Ισπανία και Πορτογαλία.

Fleurer: πασπαλίζω με αλεύρι.

Fouetter: χτυπάω με σύρμα.

Fourrer: γεμίζω το εσωτερικό ενός γλυκού με κρέμα

Frangipane (Φρανζιπάν): κρέμα ζαχαροπλαστικής που περιέχει κομμένη ή αλεσμένη αμυγδαλόψιχα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γαλλική βασιλόπιτα αλλά και σαν γέμιση σε τάρτες και τούρτες.