ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο Λευκάδιος συγγραφέας που αγάπησε την Ιαπωνία

Ο ανυποψίαστος επισκέπτης της Λευκάδας θα βιώσει την ίδια έκπληξη με τον βιαστικό διαβάτη στο Σιντζούκου του Τόκιο και σε άλλες ιαπωνικές πόλεις, όταν και οι δύο θα βρεθούν τυχαία μπροστά σε κάποιο μνημείο για τον Λευκάδιο Χερν ή Γιακούμο Κοϊζούμι. Δύο ονόματα, χιλιάδες ταξιδιωτικά μίλια στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας άνθρωπος με δύο «πατρίδες» και ένα αξιόλογο συγγραφικό έργο, που όσοι ενδιαφέρονται για την εκμάθηση ιαπωνικής γλώσσας και τον ιαπωνικό πολιτισμό οφείλουν να μελετήσουν.

Για τους Ιάπωνες, είναι ο εθνικός τους ποιητής και ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς, ο Δυτικός που κατόρθωσε να καταλάβει όσο κανείς την ιαπωνική κουλτούρα και πολιτισμό, ακόμα και αν ποτέ δεν κατέκτησε απόλυτα την ιαπωνική γλώσσα. Για τους Λευκαδίτες, είναι το παιδί του Ιρλανδού στρατιωτικού γιατρού και της Ελληνίδας από τα Κύθηρα, που κλέφτηκαν όντας κάποτε τρελά ερωτευμένοι. Μπορεί ο μικρός Λευκάδιος να έζησε μόνο ως βρέφος στην Ελλάδα και να μην ξαναγύρισε ποτέ, ωστόσοη Ελλάδα (δικαίως) διεκδικεί λίγη από την αίγλη του ονόματός του, καθώς φαίνεται ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός που μελέτησε, μεγαλύτερος και από την αγάπη για τη μητέρα του, με την οποία αποχωρίστηκε νωρίς, τον στιγμάτισε βαθιά. Σε κάποια διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο του Τόκυο, ο Χερν με υπερηφάνεια είχε μιλήσει για τον δεσμό του με την Ελλάδα και κάλεσε τους ερευνητές να επιχειρήσουν μια συγκριτική μελέτη της Αρχαίας Ελλάδας και της παραδοσιακής Ιαπωνίας: «Εκείνοι οι αρχαίοι Έλληνες, παρ’ όλο που ήταν χαρούμενοι σαν παιδιά και καλοσυνάτοι, ήταν μεγάλοι φιλόσοφοι, στους οποίους ανατρέχουμε για καθοδήγηση ακόμα και σήμερα. Αυτό που ο κόσμος σήμερα αισθάνεται ότι έχει περισσότερο ανάγκη, είναι η επιστροφή αυτού του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος της ευτυχίας και της καλοσύνης».

Στην Ιαπωνία έζησε δεκαπέντε χρόνια, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια, δίδαξε Αγγλικά σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης – μέχρι και αυτή του καθηγητή της αγγλικής φιλολογίας στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο. Εκεί, στο αγαπημένο του Ματσούε, όπου «η πραγματικότητα δεν ξεχώριζε από την ψευδαίσθηση», στο Κουμαμότο, στο Κομπέ και τέλος στο Τόκιο, την πολύβουη πόλη που τον απωθούσε, έφτασε στο αποκορύφωμα της συγγραφικής του δημιουργίας. Συνέγραψε συνολικά δώδεκα βιβλία στα Αγγλικά μεν και σε αμερικανικούς εκδοτικούς οίκους, αλλά πάντοτε με θεματικό άξονα την Ιαπωνία και την προσπάθεια ενός ξένου να την αποκωδικοποιήσει.

Ο Λευκάδιος Χερν έφτασε στη χώρα της Άπω Ανατολής στο Μεϊτζί, την εποχή των σαρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ολόκληρη η Ιαπωνία άλλαζε, κάνοντας στροφή προς τον εκσυγχρονισμό και τη βιομηχανοποίηση, αφήνοντας πίσω τον παλιό τρόπο ζωής, τους θεσμούς και την παράδοση, που τόσο πολύ γοήτευαν τον Χερν! Το βιβλίο του Glimpses of Unfamiliar Japan, για το οποίο κατηγορήθηκε από τους εκσυγχρονιστές της Ιαπωνίας, διδασκόταν για δεκαετίες στα ιαπωνικά σχολεία.

Ο τρόπος συγγραφής των ιαπωνικών ιστοριών ήταν μοναδικός, καθώς ο ίδιος δεν ήταν γνώστης της ιαπωνικής γλώσσας. Έτσι, καθώς ο ίδιος δεν είχε λάβει μαθήματα ιαπωνικών, ένας παλιός του μαθητής – εν είδει γραμματέα – του παρέδιδε κείμενα από παλιά βιβλία. Στη συνέχεια. ο Χερν τα επεξεργαζόταν με τη βοήθεια της αγαπημένης του Σέτσου, που διάβαζε τις ιστορίες και κατόπιν αφηγείτο την πλοκή, έπειτα από παράκλησή του, με δικά της λόγια. Μπορεί και εκείνη να γνώριζε ελάχιστα Αγγλικά, κατόρθωναν όμως να συνεννοούνται άριστα. Αργότερα, έγραψε η ίδια στις «Αναμνήσεις» της, «όταν του αφηγούμην απόκοσμες ιστορίες, μεταφερόταν σ’ εκείνον τον κόσμο ή γινόταν ο ήρωας της ιστορίας. Αν τον άγγιζε βαθιά η ιστορία που άκουγε, το πρόσωπο και το χρώμα των ματιών του άλλαζαν».

Θα ήταν άδικο, ωστόσο, να αποσιωπήσουμε ότι και άλλες χώρες διεκδικούν λίγη από την ακτινοβολία αυτού του πνευματικού ανθρώπου, που ζώντας την εποχή εκείνη σε τρεις ηπείρους – Ευρώπη, Αμερική και Ασία – και αμέτρητες χώρες, υπήρξε ένας πολίτης του κόσμου. Ίσως όχι βέβαια από επιλογή, αλλά από ανάγκη. Συγκεκριμένα, γεννιέται στην αγγλοκρατούμενη Λευκάδα το 1850, όπου μάλιστα βαπτίζεται Λευκάδιος Πατρίκιος στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, και δύο ετών κάνει μαζί με την Ελληνίδα μητέρα του το πρώτο του ταξίδι στην Ιρλανδία, στην πατρική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του έχει ήδη πάρει μετάθεση για τις Δυτικές Ινδίες. Με την επιστροφή του πατέρα του στην Ιρλανδία, οι γονείς του χωρίζουν, η μητέρα του εξαναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα και ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται και τον εγκαταλείπει. Έκτοτε ο Λευκάδιος θα μείνει ορφανός και ανέστιος, κάτι που καθορίζει όλη του την ύπαρξη και τη μετέπειτα πορεία. Μεγαλώνει με μια σκληρή και συντηρητική θεία, αλλά χάρη στην οικονομική επιφάνεια της οικογένειας, φοιτά σε αξιόλογα κολλέγια της Αγγλίας και της Γαλλίας. Μόνος του ανακαλύπτει τον πλούτο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, καθώς τα βιβλία εξελίσσονται στο προσωπικό του καταφύγιο.

Στα δεκαέξι του ένα ατύχημα τον καθιστά τυφλό από το ένα μάτι, μια δια βίου αναπηρία που τον ταλαιπωρεί ποικιλοτρόπως, αφήνοντάς του και μια σημαντική δυσμορφία. Όταν ο πατέρας του πεθαίνει και χρεωκοπεί, βρίσκεται πάμφτωχος στο Λονδίνο και φεύγει στην Αμερική. Πρόκειται για ένα εισιτήριο one way, όπως συνέβαινε πάντοτε στη ζωή του: Δεν επιστρέφει ποτέ στον τόπο που αφήνει. Ζει στο Σινσινάτι και στη Νέα Ορλεάνη, όπου μια πλακέτα υποδεικνύει μέχρι και σήμερα το σπίτι όπου έζησε. Τους πρώτους μήνες, μόλις που επιβιώνει, όντας φτωχός και άστεγος, αλλά σταδιακά ξετυλίγει το εύρος των ταλέντων του: Από διορθωτής δοκιμίων σε δημοσιογράφος, μεταφραστής Γάλλων συγγραφέων, σκιτσογράφος και εκδότης. Τα γραπτά του έκαναν αίσθηση για το προοδευτικό τους πνεύμα, που διαφαινόταν στον τρόπο που αντιμετώπιζε τις γυναίκες και τους έγχρωμους, αλλά και για τη λογοτεχνικότητά τους. Ως απεσταλμένος του περιοδικού Harper’s, πηγαίνει στη Μαρτινίκα των γαλλικών Δυτικών Ινδιών και αργότερα στην Ιαπωνία, όπου πρόκειται να βρει το πεπρωμένο του.

Η ψυχική του δύναμη ήταν τεράστια και την αντλούσε, μεταξύ άλλων, και από την ελληνική παιδεία που είχε κατακτήσει μόνος του. Πέθανε ήσυχα, το 1904, σε ηλικία 54 ετών. Αποτεφρώθηκε σύμφωνα με το ιαπωνικό τελετουργικό, καθώς είχε ασπαστεί στη διάρκεια της ζωής του όλα τα ήθη και έθιμα της Ιαπωνίας: είχε υιοθετηθεί από την οικογένεια της συζύγου του, έφερε το όνομά της, είχε γίνει Ιάπωνας υπήκοος. Ο τάφος του στο νεκροταφείο Ζοσιγκάγια του Τόκυο είναι πάντα φροντισμένος και αποτελεί τόπο πνευματικού προσκυνήματος.

Υπάρχουν δέκα μουσεία προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία, ενώ το άγαλμά του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο. Επίσης, έχουν στηθεί μνημεία σε κάθε σημείο της Ιαπωνίας απ’ όπου πέρασε, καθώς η προφορά του θεωρείται ανεκτίμητη: Μέσα από τα έργα του διέσωσε την προφορική παράδοση της Ιαπωνίας, γι’ αυτό και τα βιβλία του είναι σήμερα περιζήτητα. Για όσους ενδιαφέρονται ή ασχολούνται με την εκμάθηση ιαπωνικών κυκλοφορούν από το 2014 στην ελληνική αγορά τρία βιβλία του Λευκάδιου Χερν στην ολοκληρωμένη μορφή τους, από το Kytherian World Heritadge Fund (Ταμείο Παγκόσμιας Κυθηραϊκής Κληρονομιάς) σε μετάφραση της Τέτης Σώλου: Κοττό, Ιαπωνικό Μωσαϊκό και Καϊντάν. Την έκδοση, μάλιστα, ενέκρινε η οικογένεια Κοϊζούμι και προλόγισε ο καθηγητής Μπον Κοϊζούμι, δισέγγονος του Λευκάδιου Χερν και πρόεδρος του «The Open Mind of Lafcadio Hearn». Τα έργα Κοττό και Ιαπωνικό Μωσαϊκό, άλλωστε, παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.