ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΑΞΙΔΙ

Γαλλικά γλυκά από το Α-Ζ

Γαλλικά ποιήματα φτιαγμένα από ζάχαρη

Αν υπάρχει Παράδεισος, η Γαλλία θα είναι το ζαχαροπλαστείο του, δίχως αμφιβολία. Δεν έχει κανείς παρά να κλείσει τα μάτια και να γευτεί ένα μακαρόν του Pierre Hermé, μια θεϊκή φρουτώδη κρέμα όπως ρέει από τα “φρούτα”- πάστες του Cédric Grolet και τις δημιουργίες αδιανόητα νόστιμων επιδορπίων από Γάλλους βιρτουόζους. Μα, δεν χρειάζεται απαραιτήτως να φτάσει κανείς ως τη σύγχρονη «υψηλή ζαχαροπλαστική». Χρειάζεται να βγει μια βόλτα στους δρόμους των γαλλικών πόλεων και να γευτεί ένα ζεστό κρουασάν σοκολάτας, ένα εκλαίρ, ίσως μια τραγανή tarte tatin ή μια τάρτα με crème patisserie και φρέσκιες φράουλες, ή ακόμα ακόμα ένα προφιτερόλ, μόνο που στη Γαλλία συνηθίζουν να γεμίζουν τα αφράτα σου με παγωτό (όχι κρέμα) και να τα περιχύνουν με σως ζεστής σοκολάτας. Βγάλατε μόλις εισιτήριο; Αν όχι, έχουμε κι άλλα να σας πούμε που αποτελούν το πιο ξεκάθαρο κίνητρο να μάθει κανείς… γαλλικά.

Ας δούμε όμως μαζί και κάποιες γαλλικές σπεσιαλιτέ που δεν είναι τόσο γνωστές όσο οι άλλοι σταρ των ψυγείων και των βιτρινών- μικρά θαύματα που αξίζει να αναζητήσετε στο επόμενο ταξίδι σας.

Religieuse:

Η αμαρτωλή «καλόγρια»

Πρόκειται για ένα ιδιότυπο κέικ που αποτελείται στην ουσία από δύο σου γεμισμένα με κρέμα σοκολάτας ή κρέμα μόκας. Το πρώτο, η βάση είναι μεγαλύτερο και το πάνω είναι το 1/3 περίπου του κάτω. Μεταξύ τους συνδέονται με σαντιγί (άλλη μια προσφορά των Γάλλων στον παγκόσμιο πολιτισμό) και έπειτα επικαλύπτονται με γκανάς της ίδιας γεύσης. Υποτίθεται ότι το σχήμα του θυμίζει το καπέλο των καλογριών, εξ ου και το όνομα. Θρυλείται πως δημιουργήθηκε το 1856 στο ζαχαροπλαστείο Frescati. Κι αν μπορείτε, μην το φάτε με μία μπουκιά!

Canelé:

Το Bordeaux έχει και άλλα θαύματα να επιδείξει πέρα από τα κρασιά του

Ένα πιο άγνωστο θαυματάκι των γαλλικών ζαχαροπλαστείων. Πρόκειται για ένα μικρό κεϊκάκι αφράτο απ’ έξω που ψήνεται σε φόρμα με ραβδώσεις για να πάρει το χαρακτηριστικό του σχήμα και είναι ψηλό, σχετικά, γύρω στα πέντε εκατοστά. Αρωματίζεται με ρούμι και βανίλια κι απ’ έξω καραμελώνεται, ενώ μέσα κρύβει μια λαχταριστή κρέμα. C’est si bon! Λέγεται πως είναι απόγονος ενός ψωμιού, του canole που φτιαχνόταν με αλεύρι και κρόκους αυγών. Το ψωμί αυτό το έφτιαχναν αποκλειστικά οι «καναλιέρες» (ειδικοί αρτοποιοί), που ήρθαν σε σύγκρουση μάλιστα με τους ζαχαροπλάστες, οι οποίοι προσπαθούσαν να απαγορεύσουν την παραγωγή του ασκώντας μονοπώλιο. Δεν τα κατάφεραν όμως. Το 1985 το γλυκό έγινε πολύ της μόδας και σήμερα υπάρχει η Αδελφότητα τωνCanelé του Bordeaux (Confrérie du Canelé de Bordeaux) που προστατεύει το γλυκάκι!

Τarte tropézienne

Από το Saint – Tropez

H ιστορία ξεκινά από τον Alexandre Micka, ο οποίος φτάνει στο Saint-Tropez και ανοίγει τον φούρνο-ζαχαροπλαστείο στην κεντρική πλατεία. Ένα από τα γλυκά που θα φτιάξει είναι ένα μπριός που κόβεται στη μέση και γεμίζει από μια μαγική κρέμα. Από δύο κρέμες για να ακριβολογούμε. Μία κρέμα βουτύρου και μία κρέμα ζαχαροπλαστικής (Crème pâtissière) που ο τεχνίτης θα πρέπει να αναμείξει με μαεστρία για να επιτευχθεί το επιθυμητό τελικό αποτέλεσμα. Το γλυκό λέγεται πως αρωματίζεται με ανθόνερο πορτοκαλιάς και πασπαλίζεται με διακοσμητική ζάχαρη. Ποια την έκανε διάσημη; Η Μπιζίτ Μπαρντό! Η ηθοποιός βρέθηκε στο Saint- Tropez για τα γυρίσματα της ταινίας «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα»! Ο Micka έτυχε να αναλάβει το φαγητό των συντελεστών και έτσι η Μπριζίτ δοκίμασε τη δημιουργία του. Ήταν εκείνη που τού πρότεινε να την ονομάσει «tarte de Saint- Tropez», όμως ο Micka το tropézienne και τα υπόλοιπα ανήκουν στη γαστριμαργική ιστορία.

Το Σύντομο Γαλλοελληνικό Λεξιλόγιο της Ζαχαροπλαστικής

Από τη Μαριάνθη Γρηγορίου, Υπεύθυνη Γαλλικού Τμήματος
  • A

    Aromatiser (αροματιζέ): προσθέτω αρωματικά υλικά σε ένα παρασκεύασμα.

  • B

    Βaba au rum (μπαμπά ο ρομ): μπαμπά με ρούμι, κλασικό γλύκισμα που αποτελείται συνήθως από ένα κυλινδρικό κέικ με μαγιά, σιροπιασμένο και «αρωματισμένο» ίσως και λίγο «ζαλισμένο» με μπόλικο ρούμι και μία πλούσια δόση σαντιγί στην κορυφή.

    Badigeonner: απλώνω ένα υγρό παρασκεύασμα με πινέλο ζαχαροπλαστικής.

    Bain-Marie (Μπαιν-Μαρί): περιλαμβάνει ένα μεγάλο σκεύος γεμισμένο με ζεστό νερό, μέσα στο οποίο τοποθετούνται μικρότερα δοχεία ή κατσαρόλες που μπορεί να περιέχουν σάλτσες, σούπες, ζωμούς, κρέμες. Η τεχνική αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διατηρήσουμε τα έτοιμα φαγητά ζεστά και με την απαραίτητη υγρασία. Επίσης αποφεύγεται το σβόλιασμα σε ορισμένα ευαίσθητα γλυκά π.χ. κρέμες και σάλτσες με γάλα και αυγά.

    Beignet (μπενιέ): είναι ένα είδος τηγανισμένης σφολιάτας, που πιθανώς φτιάχνεται από ζύμη σου (pâte à choux) και ονομάζεται pets-de-nonne, που σημαίνει «κλανιά της καλόγριας» στα Γαλλικά, αλλά μπορεί να παρασκευαστεί και από άλλους τύπους ζύμης, συμπεριλαμβανομένης της ζύμης μαγιάς. Στη Γαλλία υπάρχουν τουλάχιστον 20 διαφορετικές εκδοχές που συνήθως διαφέρουν ως προς το σχήμα, το αλεύρι που χρησιμοποιείται για τη ζύμη και τη γέμιση.

    Battre en crème (μπατρ εν κρεμ): χτυπάω βούτυρο με ζάχαρη για να πάρουν τη μορφή κρέμας.

    Beurre clarifié: βούτυρο διαυγές (βούτυρο κλαριφιέ). Βούτυρο λιωμένο, από το οποίο έχουν αφαιρεθεί τα γαλακτερά κατάλοιπα, ώστε να μείνει το διαυγές, καθαρό λίπος.

    Beurrer: βουτυρώνω

  • C

    Caisse à génoise: τετράγωνη φόρμα με ψηλά πλαϊνά.

    Calotte: μεταλλικό στρογγυλό σκεύος με επίπεδο πάτο. Χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα ή την «εναπόθεση-ξεκούραση» υλικών ζύμης, μειγμάτων, βάσης πίτας.

    Calvados (Καλβαντός): γαλλικό μπράντυ μήλου, που παράγεται στη Νορμανδία και παίρνει το όνομά του από την πόλη Calvados, κέντρο παραγωγής μήλου. Είναι χαρακτηριστικό προϊόν της Νορμανδικής κουζίνας και ζαχαροπλαστικής.

    Caraméliser (καραμελιζέ) : καραμελώνω, μετατρέπω τη ζάχαρη ή άλλο γλυκαντικό σε σιρόπι για χρήση σε γλυκά.

    Chantilly: Κρέμα σαντιγί. Αφράτη γλυκιά κρέμα, παρασκευασμένη από κρέμα γάλακτος και ζάχαρη που, πέρα από τη γεύση της, διακοσμεί διάφορα γλυκίσματα ή προστίθεται σε ροφήματα.

    Charlotte (Σαρλότ): δύο είδη γλυκών που φτιάχνονται μέσα σε ειδική στρογγυλή και βαθιά φόρμα. Το ένα τρώγεται ζεστό και αποτελείται από στρώσεις σαβουαγιάρ, βούτυρο και μήλα κομπόστα. Το άλλο και περισσότερο γνωστό, η charlotte russe (σαρλότ ρους), τρώγεται κρύα, περικλείεται από σαβουαγιάρ και περιέχει κρέμα, ζάχαρη άχνη και φρέσκα κόκκινα φρούτα συνήθως (φράουλες κλπ.).

    Clafoutis (κλαφουτί): κρεμώδες κέικ με γέμιση κερασιών. Κατάγεται από την περιοχή του Limousin. Αποτελείται από μια καλή ποσότητα κερασιών τοποθετημένη σε μια συνήθως στρογγυλή φόρμα που καλύπτεται από μια υγρή μάζα παρόμοια με εκείνη των κρεπ, αν και προστίθεται πιο άφθονα έτσι ώστε η μάζα να αποκτήσει το απαραίτητο ύψος για να καλύψει όλα τα κεράσια. Αυτή η ζύμη παρασκευάζεται με βoύτυρο, ζάχαρη, γάλα και αλεύρι. Υπάρχουν εκδόσεις στην Auvergne στις οποίες τα μήλα ή τα αχλάδια χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο των κερασιών.

    Colorer: ενσωματώνω χρωστικές ύλες σε διάφορα παρασκευάσματα.

    Concasser: κόβω σε ακανόνιστα κομμάτια διάφορα υλικά (αμύγδαλα, φουντούκια κλπ).

    Confit (Κονφί): φρούτα βρασμένα και διατηρημένα μέσα σε ζάχαρη, πολλές φορές με λίγο μπράντυ.

    Cornet: χωνί ζαχαροπλαστικής.

    Couverture: σοκολάτα κουβερτούρα χωρίς ζάχαρη πλούσια σε βούτυρο κακάου.

    Crémer: αναμειγνύω ένα λιπαρό συστατικό για να αποκτήσει κρεμώδη, αφρώδη υφή.

    Crêpe Suzette (κρεπ Σουζέτ): κρέπα με σάλτσα πορτοκαλιού που σερβίρεται ως γλύκισμα, φλαμπέ, αναμμένη με μπράντυ.

    Croûter: αφήνω τη ζύμη ή ένα παρασκεύασμα να κάνει κρούστα.

    Cul de poule: ανοξείδωτο σκεύος σαν σαλατιέρα και κυκλικό πάτο για τα μείγματα των γλυκών.

  • D

    Dacquoise: ζύμη μαρέγκας παρόμοια με αυτή του μακαρόν.

  • E

    Écumer: καθαρίζω τον αφρό από υγρό σε βρασμό.

    Entremets: επιδόρπιο που αποτελείται από πολλά στρώματα με διαφορετική υφή.

    Étamine: κόσκινο με πολύ λεπτές τρύπες.

  • F

    Fariner: αλευρώνω.

    Feuille guitare: λεπτό φύλλο διάφανου πλαστικού που χρησιμοποιείται για να δουλεύουμε τη σοκολάτα ώστε να αποκτήσει υφή λεία και γυαλιστερή.

    Financier (φινανσιέ): «χρηματιστής», μείγμα από λίγα υλικά, όπως βούτυρο, ασπράδι αυγού, ζάχαρη, αμύγδαλα και αλεύρι. Ψήνεται σε παραλληλόγραμμη φόρμα, και έτσι το γλυκό θυμίζει ράβδους χρυσού. Λέγεται πως το financier παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα, σε ένα ζαχαροπλαστείο κοντά στο χρηματιστήριο του Παρισιού. Για τους βιαστικούς χρηματιστές που μπαινόβγαιναν στο κατάστημα, το κεκάκι ήταν ό,τι πρέπει, μικρό, εύκολο στη μεταφορά και μπορούσε κανείς να το κρατήσει στο χέρι και να το απολαύσει.

    Flan (Φλάν): ανοιχτή τάρτα με κρέμα. Επίσης είναι εναλλακτική ονομασία για την κρέμα καραμελέ, που χρησιμοποιείται στην Ισπανία και Πορτογαλία.

    Fleurer: πασπαλίζω με αλεύρι.

    Fouetter: χτυπάω με σύρμα.

    Fourrer: γεμίζω το εσωτερικό ενός γλυκού με κρέμα

    Frangipane (Φρανζιπάν): κρέμα ζαχαροπλαστικής που περιέχει κομμένη ή αλεσμένη αμυγδαλόψιχα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γαλλική βασιλόπιτα αλλά και σαν γέμιση σε τάρτες και τούρτες.

  • G

    Ganache (γκανάς): κρέμα ζαχαροπλαστικής με άρωμα σοκολάτας που χρησιμοποιείται για γέμισμα ή επικάλυψη γλυκών. Φτιάχνεται από κρέμα γάλακτος και σοκολάτα και ενισχύεται γευστικά με λικέρ ή σιρόπι.

    Garnir: γαρνίρω, βάζω τη γέμιση σε μια τάρτα ή σε άλλο γλυκό.

    Glacer: γλασάρω, καλύπτω την επιφάνεια ενός γλυκού με γλάσο ή το περνάω για πολύ λίγο στο γκριλ για να αποκτήσει γυαλιστερή καραμελωμένη επιφάνεια.

  • J

    Joconde: τζοκόντα, μπισκότο βασικό προεπιδόρπιο από αμύγδαλα, κρυσταλλική ζάχαρη και αυγά.

  • L

    Langues de chat (Λανγκ ντε σα): μακρόστενα βουτήματα που μοιάζουν στην όψη με τη γλώσσα της γάτας απ' όπου προέρχεται και η γαλλική τους ονομασία. Σερβίρονται με τον καφέ ή το τσάι, αλλά χρησιμοποιούνται και για να διακοσμήσουν γλυκίσματα π.χ. τη σαρλότ ρους.

  • M

    Macaronner: ενσωματώνω το μείγμα αλεσμένης αμυγδαλόψιχας και κρυσταλλικής ζάχαρης σε χτυπημένα ασπράδια αυγών για παρασκευή κοχυλιών μακαρόν.

    Macérer: μουσκεύω σε ένα αρωματικό μείγμα αλκοόλ, ζάχαρης και λικέρ φρέσκα ή αποξηραμένα φρούτα, ξηρές σταφίδες κλπ. για να αρωματιστούν.

    Marbrer: τεχνική ζαχαροπλαστικής που δίνει την όψη γραμμώσεων (μάρμαρου) σε γλυκό.

    Maryse: σπάτουλα κουζίνας με εξαιρετικά εύπλαστη άκρη για να μαζεύει υλικά από τα σκεύη.

    Μeringue: μαρέγκα.

    Meringuer: καλύπτω ένα γλυκό με μαρέγκα.

    Mille-feuilles (μιλφέιγ): Η κατά λέξη μετάφραση είναι «χίλια φύλλα» και παραπέμπει στα αφράτα φύλλα σφολιάτας που αποτελούν τη βάση και το κάλυμμα του γλυκού, το οποίο γεμίζει με κρέμα και/ή πουρέ φρούτων.

  • O

    Οpéra (οπερά): γλυκό από biscuit joconde (λεπτό παντεσπάνι αμυγδάλου), γκανάς σοκολάτας με υψηλή (65%+) περιεκτικότητα σε κακάο, σιρόπι εσπρέσο και πυκνή, γαλλική βουτυρόκρεμα με μόκα. Λέγεται ότι το 1955 ο Cyriaque Gavillon, ζαχαροπλάστης του παριζιάνικου Dalloyau, που λειτουργεί μέχρι σήμερα, είχε την ιδέα για ένα γλυκό με πολλές στρώσεις το οποίο θα πρόσφερε μια απολαυστική πικοιλία γεύσεων σε μία μπουκιά. Η σύζυγός του το είδε και το ονόμασε Οpéra, καθώς της θύμιζε τη σκηνή της Opéra Garnier, αποδίδοντας παράλληλα τιμή, με αυτόν τον τίτλο, στους χορευτές που σύχναζαν στο ζαχαροπλαστείο τους.

  • P

    Pain d'épices (πεν ντ’επίς): μελόπιτα ή μελόψωμο με μπαχαρικά, είναι ένας τύπος γλυκού ψωμιού της Γαλλίας. Χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από το ότι περιέχει πολύ μέλι και μπαχαρικά, συμπεριλαμβανομένου του γλυκάνισου και του τζίντζερ. To πιο διάσημο σήμερα είναι της Ντιζόν και της πόλης Gertwiller (Αλσατία), όπου υπάρχει ένα μουσείο Musée du Pain d'Epices et de l'Art Populaire Alsacien.

    Palette (Παλέτ): φαρδύ μαχαίρι ζαχαροπλαστικής με στρογγυλή μύτη που χρησιμεύει για να ισιώνει τις κρεμώδεις ή γλασαρισμένες επιφάνειες από τις τούρτες.

    Palmiers (Παλμιέ): χαρακτηριστικά γαλλικά μπισκότα με ζύμη σφολιάτα που σχηματικά μοιάζουν με τα φύλλα φοινικιάς.

    Panade: αποξηραμένη ζύμη για σου πριν να ενσωματωθούν τα αυγά.

    Paris-Brest: Παρί – Μπρεστ, χαρακτηριστικό γαλλικό γλυκό που αποτελείται από τρία δαχτυλίδια ζύμης σου, πασπαλισμένα πριν το ψήσιμο με αμύγδαλα φιλέ. Όταν κρυώσει, χωρίζεται στη μέση και γεμίζεται με κρέμα ζαχαροπλαστικής και καραμελωμένα αμύγδαλα.

    Pâte feuilletée: ζύμη σφολιάτα

    Pâte levée: ζύμη "ανεβασμένη", που χρειάζεται να ξεκουραστεί για να φουσκώσει με τη βοήθεια βιολογικής μαγιάς ή άλλου διογκωτικού υλικού.

    Pâte Sablée (πατ σαμπλέ): βασική ζύμη ζαχαροπλαστικής με υλικά όμοια με αυτά των σαμπλέ που χρησιμοποιείται κυρίως σαν βάση για τάρτες.

    Pâtissière (crème): βασική ζύμη ζαχαροπλαστικής που αποτελείται από αυγά, καλαμποκάλευρο και γάλα.

    Pétrir (πετρίρ): ζυμώνω

    Poche à douille: κορνέ με μύτη

    Praline (Πραλίνα): καραμελωμένα και ψιλοκοπανισμένα αμύγδαλα που χρησιμοποιούνται σαν αρωματικό σε παγωτά, γλυκά και κρέμες.

    Praliné: μείγμα πολτοποιημένων αποξηραμένων καραμελωμένων φρούτων σε μορφή λείας ζύμης στην οποία μερικές φορές προστίθεται σοκολάτα.

  • R

    Ramekin (Ραμεκέν): μικρό πυρίμαχο σκεύος - μερίδα, με ή χωρίς χερούλια, για ψήσιμο γλυκών και αλμυρών παρασκευασμάτων στον φούρνο. 

    Rayer (ρεγιέ): χαράζω/διακοσμώ μια ζύμη με τη μύτη του μαχαιριού κάνοντας σχέδια και ρίγες.

    Royale (glace): γλάσο με βάση τη ζάχαρη και το ασπράδι του που χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση των γλυκών.

  • S

    Sabayon (σαμπαγιόν): κρέμα με ψημένο κρόκο αυγού, ζάχαρη και συχνά αλκοόλ.

    Sablé (σαμπλέ): μικρό μπισκοτoειδές γλυκό που φτιάχνεται με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη και αυγά.

    Saint Honoré (Σεντ Ονορέ): γλυκό με δύο ζύμες (σφολιάτα και ζύμη σου), καραμέλα και κρέμα. Ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του προστάτη Αγίου των αρτοποιών και ζαχαροπλαστών της Γαλλίας, Saint Honoré ή Honoratus. Δημιουργήθηκε πρώτη φορά το 1847 στο ζαχαροπλαστείο του κυρίου Chiboust στην οδό Saint-Honoré στο Παρίσι.

    Sangler: παγώνω ένα σκεύος ή μια φόρμα για να το γεμίσω με παγωμένο μείγμα.

    Savarin (Σαβαρέν): στρογγυλό κέικ με τρύπα στη μέση, από μια ανάλαφρη ζύμη με μαγιά. Περιχύνεται με σιρόπι από ρούμι, αλείφεται με μαρμελάδα βερίκοκο και στο κέντρο γεμίζεται με σαντιγί και φρούτα.

    Sorbet (Σορμπέ): παγωμένο επιδόρπιο από χυμό φρούτου, νερό, ζάχαρη και μαρέγκα. Σερβίρεται είτε στο τέλος ενός γεύματος σαν γλυκό ή στη μέση ενός επίσημου γεύματος.

  • T

    Tamiser (ταμιζέ): κοσκινίζω

    Tamponner: αλείφω με ένα λεπτό στρώμα βουτύρου την επιφάνεια κρέμας ζαχαροπλαστικής ή κάποιας «σάλτσας» για να μην ξεραθεί η επιφάνειά της.

    Tarte Tatin: τάρτα Τατέν, γαλλική ανάποδη τάρτα των αδελφών Τατέν, όπου μήλα πασπαλισμένα με ζάχαρη, σκεπάζονται με γλυκιά ζύμη και όταν ψηθούν, αναποδογυρίζονται και καραμελώνονται κάτω από ζεστό γκριλ.

    Travailler: δουλεύω συστηματικά τη ζύμη ή μια κρέμα για να αποκτήσει ελαστικότητα, ομοιογένεια και πυκνότητα.

    Tremper (τραμπέ): βρέχω με αρωματισμένο σιρόπι

    Truffes:  τρούφες, μικρά, γλυκά μπαλάκια με πλούσια γεύση, συνήθως με βάση σοκολάτα. Αρωματίζονται συνήθως με λικέρ ή καφέ και τυλίγονται με σκόνη κακάο και τριμμένη σοκολάτα.

  • V

    Vanner (βανέ): Ανακατεύω ένα ζεστό παρασκεύασμα όση ώρα κρυώνει για να διατηρήσει την ομοιογένειά του και να μην κάνει πέτσα στην επιφάνειά του.

    Viennoiserie (βιενουαζερί): διάφορα γλυκά με αφράτη ζύμη όπως μπριός, κρουασάν, σταφιδόψωμα κλπ.

     

  • Z

    Zester (ζεστέ): ξύνω με ειδικό εργαλείο τη φλούδα των εσπεριδοειδών.